- κατοψοφαγώ
- κατοψοφαγῶ, -έω (Α)τρώγω άφθονα φαγητά, κάνω υπέρμετρη κατανάλωση φαγητών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀψο-φαγῶ «τρώγω λαίμαργα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοψοφαγῶ — κατοψοφαγέω spend pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατοψοφαγέω spend pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατοψοφαγέω spend pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατοψοφαγέω spend pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοψοφαγία — κατοψοφαγία, ἡ (Α) [κατοψοφαγώ] η χωρίς μέτρο απόλαυση στο φαγητό, η αδηφαγία … Dictionary of Greek